διεσπαρμένας — διεσπαρμένᾱς , διασπείρω scatter perf part mp fem acc pl διεσπαρμένᾱς , διασπείρω scatter perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Федр диалог Платона — один из лучших в художественном и философском отношении диалогов Платона, признаваемый подлинным по единогласному приговору как древности, так и современной науки. В новейшей платоновской критике спорили лишь о времени его написания: одни ставили … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Федр, диалог Платона — один из лучших в художественном и философском отношении диалогов Платона, признаваемый подлинным по единогласному приговору как древности, так и современной науки. В новейшей платоновской критике спорили лишь о времени его написания: одни ставили … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
λυόφιλος — η, ο χημ. χαρακτηρισμός τών κολλοειδών συστημάτων τών οποίων τα διεσπαρμένα τεμαχίδια παρουσιάζουν υψηλή τάση προσρόφησης τών μορίων τού υγρού μέσου διασποράς, με αποτέλεσμα τα τεμαχίδια να διογκώνονται και με τον τρόπο αυτό να αυξάνουν το ιξώδες … Dictionary of Greek
λυόφοβος — η, ο χημ. χαρακτηρισμός τών κολλοειδών συστημάτων τών οποίων τα διεσπαρμένα τεμαχίδια απωθούν … Dictionary of Greek
μεταβολισμός — Το σύνολο των βιοχημικών διεργασιών που επιτελούνται από έναν οργανισμό. Διακρίνονται σε αντιδράσεις αφομοίωσης και σύνθεσης (αναβολισμός) και σε αντιδράσεις αποικοδόμησης (καταβολισμός) των οργανικών ουσιών. Ο αναβολισμός συνίσταται στην ένωση… … Dictionary of Greek
περισυλλέγω — ΝΑ 1. συλλέγω, μαζεύω κάτι από παντού 2. συγκεντρώνω και διαφυλάσσω πράγματα διεσπαρμένα ή εγκαταλελειμμένα που κινδυνεύουν να χαθούν νεοελλ. μτφ. αναλαμβάνω κάποιον υπό την προστασία μου, παρέχω άσυλο, περιμαζεύω («τόν περισυνέλεξαν από τους… … Dictionary of Greek
συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… … Dictionary of Greek
υδρόφοβος — η, ο / ὑδρόφοβος, ον, ΝΑ αυτός που φοβάται παθολογικά το νερό, που πάσχει από υδροφοβία νεοελλ. χημ. α) (για χημ. είδος) αυτός που έχει την τάση να μη συνδέεται με μόρια νερού («υδρόφοβες ουσίες») β) (για λυόφοβο κολλοειδές σύστημα) αυτός που… … Dictionary of Greek
ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… … Dictionary of Greek